- εκσκεδαννυμι
- ἐκσκεδάννυμιἐκ-σκεδάννῡμιдосл. развеивать, перен. прогонять, отвергать
(τέν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκσκεδάννυμι — ἐκσκεδάννυμι (Α) διασκορπίζω στον αέρα, απορρίπτω, εκδιώκω («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἐξεσκέδασας — ἐκσκεδάννυμι scatter to the wind aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)